oseille - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

oseille - translation to Αγγλικά

SPECIES OF PLANT
Rumex acetosa; Common Sorrel; Oseille; Garden Sorrel; Spinach Dock; Wild sorrel; Khatta; Khatta leaves; Garden sorrel; Common sorrel
  • [[Sorrel soup]] with egg and croutons, part of [[Polish cuisine]]

oseille      
n. sorrel, herbaceous plant with sour-tasting edible leaves; reddish-brown color; reddish brown horse; cash, money, bread, dough (Slang)

Ορισμός

sorrel
Sorrel is a plant whose leaves have a bitter taste and are sometimes used in salads and sauces.
N-UNCOUNT

Βικιπαίδεια

Sorrel

Sorrel (Rumex acetosa), also called common sorrel or garden sorrel, is a perennial herbaceous plant in the family Polygonaceae. Other names for sorrel include spinach dock and narrow-leaved dock ('dock' being a common name for the genus Rumex).

Sorrel is native to Eurasia and a common plant in grassland habitats. It is often cultivated as a leaf vegetable or herb.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για oseille
1. Les allusions aux céréales nourrici';res, blé, avoine, oseille.
2. L‘ancienne friche ferroviaire a gardé un côté terrain vague, mais les plantes sauvages séparent des canapés en oseille et les graffitis colorent les structures en béton.